- ιερέας
- Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος).
Στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο το ιερατείο δεν αποτελούσε ιδιαίτερη κοινωνική τάξη ούτε ήταν αναγνωρισμένος ο ι. ως μεσολαβητής ανάμεσα στον άνθρωπο και στον Θεό. Υπήρχε βέβαια η αντίληψη ότι υπήρχαν άτομα με ιδιαίτερη ικανότητα για την εκπλήρωση των λατρευτικών καθηκόντων του ανθρώπου προς τον Θεό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ένα άτομο χρειαζόταν οπωσδήποτε την παρέμβαση ι. για να επικοινωνήσει με τους θεούς· αυτό μπορούσε να επιτευχθεί από το ίδιο το άτομο με προσευχές και θυσίες. Όπως μαρτυρεί και η αποκρυπτογράφηση των ενεπίγραφων πινακίδων της Κνωσού και της Πύλου που χρονολογούνται περίπου στο 1200 π.Χ. και έγινε από τους Άγγλους αρχαιολόγους Βέντρις και Τσάντγουικ, στην Ελλάδα υπήρχαν ι. ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή. Γινόταν μάλιστα σαφής διάκριση του μάντη από τον ι., καθώς οι αρχαίοι τιμούσαν πολύ περισσότερο τον πρώτο.
Οι ι. έπαιρναν το αξίωμά τους με κληρονομική διαδοχή, με κλήρο, με ψηφοφορία ή το αγόραζαν έναντι ορισμένου τιμήματος. Ορισμένες λατρείες τελούνταν από τα μέλη ορισμένων γενεών, όπως ήταν στην Αθήνα οι Ευμολπίδες, οι Κήρυκες, οι Πραξιεργίδες, οι Βουζύγες και οι Φυταλίδες. Συχνά, το ιερατικό αξίωμα απονεμόταν και σε γυναίκες, κυρίως όταν επρόκειτο για τη λατρεία γυναικείων θεοτήτων.
Με τον τρόπο που ήταν καθορισμένες οι λατρευτικές υποχρεώσεις των πόλεων απέναντι στους θεούς, είχαν αντίστοιχα θεσπιστεί και ορισμένα καθήκοντα για τους ι. σχετικά με τη συμπεριφορά και τη διαβίωσή τους. Η διάρκεια του αξιώματός τους ήταν διαφορετική από τόπο σε τόπο· μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις έφτανε την ισοβιότητα. Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες που είχαν κάποιο ιερατικό αξίωμα φορούσαν λευκά ενδύματα, κρατούσαν ράβδο στο χέρι και είχαν το κεφάλι τους στεφανωμένο. Μόνη εξαίρεση αποτελούσαν οι ι. των Ελευσίνιων μυστηρίων, οι οποίοι ήταν ντυμένοι με βαθυκόκκινα ενδύματα. Ο ι. ήταν επιφορτισμένος με τη συντήρηση του ναού (έργο στο οποίο βοηθούσε και ο νεωκόρος) και με την εκτέλεση των θυσιών. Στις διάφορες τελετές προσέφεραν τη βοήθειά τους στον ι. οι ιεράρχες, οι ιεροποιοί και οι βοώνες, αυτοί δηλαδή που φρόντιζαν για την αγορά των βοδιών που θα θυσιάζονταν. Ειδικότερα, στην τελετή της θυσίας ο ι. είχε ως αποστολή την εκφώνηση των ευχών και την προσκομιδή των θυμάτων στον βωμό. Οι ι. ζούσαν με τα έσοδα των ναών και τα δώρα που έπαιρναν σε περίπτωση θυσίας. Όταν τελούνταν ομαδικές θυσίες, η αμοιβή του ι. συγκεντρωνόταν με αγερμό, δηλαδή με κοινή συνεισφορά, έρανο. Είχαν μάλιστα προβλεφθεί ορισμένες τιμές και προνόμια για τους ι., όπως η απαλλαγή από τη φορολογία, η δωρεάν σίτιση στο πρυτανείο της πόλης και η παραχώρηση τιμητικής θέσης στα δημόσια θεάματα. Αντίθετα με την αρχαία Ελλάδα, στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων αναπτύχθηκε ιδιαίτερη ιερατική τάξη. Διαμορφώθηκαν μάλιστα εκεί τρεις μεγάλες τάξεις: ι. του ιερού του Αλέξανδρου, όπου λάτρευαν τον Αλέξανδρο και μετά τους υπόλοιπους βασιλιάδες, ι. των θεοποιημένων βασιλισσών των Πτολεμαίων και ι. της Πτολεμαΐδας της Άνω Αιγύπτου.
Σχετικά με τους ι. των Ρωμαίων, ίσχυαν οι γενικές αρχές που αναφέρθηκαν και για τους Έλληνες. Η διαφορά ήταν ότι η ρωμαϊκή θρησκεία είχε στενότερη σύνδεση με την πολιτεία. Ανώτερη ιερατική τάξη εκεί ήταν οι ποντίφικες, ενώ για τη λατρεία των ξένων θεών είχε συγκροτηθεί σύλλογος από δέκα ι., οι οποίοι ήταν και φύλακες των Σιβυλλικών βιβλίων. Υπήρχαν επίσης οι οιωνοσκόποι, που τελούσαν τη μαντική οιωνοσκοπία, ο ιερατικός σύλλογος των Σαλλίων (= ορχηστών), που ήταν επιφορτισμένοι με τη λατρεία του Άρη, και το ιερατείο των Αρουραίων Αδελφών, στους οποίους είχε ανατεθεί η λατρεία των χθόνιων θεοτήτων.
Η στενή έννοια του όρου ιερέας δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού, δηλαδή τον πρεσβύτερο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και ιερεύς, ὁ, θηλ. ιέρεια (ΑΜ ἱερεύς, -έως, θηλ. ἱέρεια, Α και δωρ. τ. ἱαρεύς, ιων. τ. ἱρεύς, αρκαδ. τ. ἱαρής)1. ο πρεσβύτερος, ο κληρικός ο οποίος τελεί τα μυστήρια και τις λοιπές ιεροπραξίες εκτός από εκείνες τις οποίες μπορεί να τελέσει μόνο επίσκοπος, ο παπάς2. εκείνος που τελεί τις θυσίες ή προΐσταται στις θρησκευτικές τελετέςαρχ.1. μάντης2. θεραπευτής, βοηθός («ἱερεὺς... ἄτας», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. ιερεύς < ιερός. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. ijereu), ενώ στην Αρχαία χρησιμοποιούνταν παράλληλα προς το μάντις*. Στη Νέα Ελληνική, εκτός από τη λ. ιερέας, χρησιμοποιείται και η λ. παπάς*, η οποία στους βυζαντινούς χρόνους ήταν τίτλος πρεσβυτέρου].
Dictionary of Greek. 2013.